-
1 сплошной
-
2 сплошной
сплошн||ойприл ὁλοκληρωτικός, καθολικός, γενικός:\сплошной гул ὁ συνεχής βόμβος· \сплошнойа́я электрификация ὁ γενικός ἐξηλεκτρισμός· \сплошной лес ἀτέλειωτο δάσος· ◊ \сплошной вздор ἀνοησίες ἀπ' τήν ἀρχή δις τό τέλος· \сплошной вымысел καθαρή ἐπινόηση -
3 сплошной
επ.1. συνεχής, συναπτός. || ολοκληρωτικός, γενικός, καθολικός•-ая электрификация γενικός εξηλεκτρισμός.
2. αμιγής, μονάτος• ατόφιος• συμπαγής. || απόλυτος•вздор πέρα για πέρα ανοησίες•
сплошной дурак πέρα για πέρα βλάκας•
сплошной вымысел καθαρή επινόηση.
-
4 сплошной
(ничем не прерываемый) αδιάκοπος, συνεχής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сплошной
-
5 забой
I.горн. η στοά, το πηγάδι, η γαλαρία (ξεν.)II. (скота) το σφάξιμο των ζώωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > забой